προλυπώ

προλυπώ
-έω, Α
1. προξενώ σε κάποιον λύπη προκαταβολικά
2. παθ. νιώθω πόνο ή λύπη προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προλύπησις — ήσεως, ἡ, Α [προλυπῶ] η εκ τών προτέρων λύπη, στενοχώρια («προησθήσεις τε καὶ προλυπήσεις κατὰ ταὐτὰ ἔχουσιν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”